16 Μαΐου 2017

. ΤΟ ΘΛΙΜΜΈΝΟ ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ -Βιώματα-

Οι χωριανοί μου το ζήτησαν και στην ελληνική γλώσσα. Και βεβαίως θα το έκανα. Τους ευχαριστώ έγκαρδα.
Φωτογραφία του Panajot Boli.

Χθες ήταν Σάββατο. Αποφασίσαμε να πάμε στο χωριό. Τα χόρτα στο νεκροταφείο είχαν μεγαλώσει πολύ. Αυτό είναι ο καθρέφτης του χωριού, ο πολιτισμό του. Εκεί κοιμούνται οι ακριβοί μας. Εμείς, οι «εξωτερικοί» κάναμε ένα κουδούνι στους «εσωτερικούς» Δεν είναι
ότι είμαστε μακριά. Όχι ότι δεν πηγαίνουμε μία φορά την εβδομάδα. Σχεδόν σαράντα λεπτά είναι. Μια φωνή και χωρίς το τηλέφωνο ακούνε.Να η Μπίστρισσα, να το Βελιάχοβο. Είμαστε σαν προσκυνητές. Πάμε στο ιερό τόπο. Γιατί για μας, ιερός τόπος είναι. Γιατί τον ήλιο για πρώτη φορά εκεί τον είδαμε. Το άρωμα και το χρώμα των λουλουδιών , εκεί το μυρίσαμε και το απολαύσαμε. Σε αυτό το μέρος ήρθε και μας πήρε ο Peter Pan και πετάξαμε στα πιο μυστηριώδη μέρη του κόσμου. Και χτίσαμε τόσα όμορφα και τρελά όνειρα.
Μέσα στο μονότονο θόρυβο των χορτοκοπτικών, ο καθένας , άθελα μπαίνει στον συλλογισμό του. Μερικοί καθαρίζοντας τα μάρμαρα, συνομιλούν σιωπηλά με τους αγαπημένους τους. Έχουν καιρό να τους δουν. Μας λείπει ένα χορτοκοπτικό. Απουσιάζει αυτό του Γιώργου.Απουσιάζει ο χρυσοχέρης Γιώργος , η καρδιά της ομάδας μας.Τώρα του καθαρίζομε το μάρμαρο. Μας ξεφεύγει ένα δάκρυ ..και πέφτει πάνω στο μάρμαρο. Στη συνέχεια, ένα άλλο .. « Του χρόνου θα βγώ στη σύνταξη, παιδιά. Θα είμα καθημερινά με το τζιπ μου στο χωριό. Έχω ονειρευτεί αυτή την ημέρα. Θέλω να το χωρτάσω το χωριό μου. Θα αυξήσω τα μελίσσια. Ιδανικό μέρος για αυτά. Το χωριό μας είναι φανταστικό. Βλέπετε; Χαμογελάει » Αλλά ο Γιώργος έφυγε. Του κόπηκε ξαφνικά το όνειρο. Στο χαμόγελο του χωριού, προστέθηκε μια σκιά θλίψης. Το χαμόγελο μαράθηκε. Γιατί δεν είχε σπίτι στο χωριό, όπου δεν έχει βάλει το χρυσό του χέρι ο Γιώργος, στα όμορφα κάγκελα που κέντιζε, στις βεράντες,στις οροφές, στα ηλεκτρικά σκεύη οικιακής χρήσης. Παντού η παρουσία του τζιπ του Γιώργου. Σε χαρές και λύπες . Με το στήθος του σε κάθε δουλειά στο χωριό ο ακούραστος Γιώργος. Του έσβησε το χαμόγελο. Μια σκιά θλίψης στο χαμόγελο του χωριού.
Σε αυτό το σημείο κάποιος επρόκειτο να ηθικολογήσει. Μας ξεκόβει από τον διαλογισμό, εφόσον και την δουλειά την έχομε τελειώσει. Μια τσάντα που ήταν τοποθετημένη πάνω στο μάρμαρο του τάφου του παππού του Χρήστου , πέφτει. Ο Παναγιώτης Προγονάτης ήταν με όνομα στην περιοχή. Γενναίος άνθρωπος, εργατικός, του τραγουδιού ,του χορού και γλυκόστομος. Με το τσαρούχι το έπινε το τσίπουρο. Σηκώνουμε την τσάντα. Ελέγχουμε την μπουκάλα με την βενζίνη, μήπως έχει χυθεί
-Ο καημένος , ο παππούς- λέει ο Χρήστος- νόμισε ότι ήταν τσίπουρο..
Γελάσαμε. Ένα γέλιο με ερέθισμα πόνου στην ψυχή.Πέρα στο χωριό λάμπει η πρασινάδα. Την κεντίζουν σαν πυγολαμπίδες τα κίτρινα λουλούδια ,σαν ωραίο μαντήλι της νυφούλας. Γλυκοκελαηδεί η πέρδικα Το χωριό της πέρδικας είναι το χωριό μου.Ξυπνούσαμε όταν ήμασταν μικροί, με το τραγούδι της.Το άρωμα του φασκόμηλου σου ανακουφίζει την ψυχή, ξυπνά νοσταλγικές αναμνήσεις.
-Θα πιούμε καφέ και τσίπουρο στο σπίτι μου- λέει ο Θωμάς
-Όχι – πετάζεται ο Γρηγόρης -το σπίτι μου είναι πιο κοντά.
-Όμως εγώ είμαι αρχηγός του χωριού και διέταζω ....
Εμείς γελάμε. Οι δρόμοι είναι σχεδόν έρημοι. Σπάνια συναντάμε κανέναν χωριανό Μας κοιτάζουν στα μάτια με πόνο και με περιέργεια. Χαμογελούν κάπως ξερά Ένα χαμόγελο που έχει μέσα του ένα είδος θλίψη, κάτι παράξενο , κάτι γυάλινο.Χαιρετούμε και μερικούς αλλόθρησκους που δεν τους γνωρίζομε. Έχουν κοπάδι πάνω από το χωριό μας. Μας κοιτάζουν σαν να μας λένε «Τι φταίμε εμείς»
Καμιά φορά η ομάδα μας λέει στο Δημήτρη να πάρει την φλογέρα κοντά του. Και ξέρετε; Οι χωριανοί μου με παρακαλούν συχνά να μεταδώσω στο τοπικό ράδιο την μελωδία της φλογέρας του Δημήτρη.Όταν χτυπούσε μια μέρα την φλογέρα , τον ιχνογράφησα χωρίς να καταλάβει. Όταν την ακούσανε οι χωριανοί μου είπαν: <<Αυτός χτυπάει σαν ο Δημήτρης μας>> Χαρήκαν όταν έμαθαν το κόλπο και τώρα μου λένε: <<΄Έχομε καιρό να ακούσομε τον Μήτση>>, και ας το είχαμε μεταδώσει πριν δέκα μέρες. Εκεί στο σπίτι του Αλέξη (γιατί αυτός έρχεται συχνά από την Αθήνα) πίνοντας το καφεδάκι μας και το τσίπουρο, αγναντεύομαι την ωραία θέα του Βούρκου.. Γιατί, όχι για περηφάνεια, το χωριό μου είναι το μπαλκονάκι του Βούρκου. Ζηλεύουν κάποιοι.Μετά ο Δημήτρης παίρνει την φλογέρα.Μια μελωδία συναρπαστική, συγκινητική, παραμυθένια. Ποιός το ακούει και δεν νιώθει να του σιγοτρέμει η ψυχούλα!Όπως την χτυπούσε ο ταλαντούχος βοσκός του χωριού μου, ο μπάρμπας Κυριάκος, συγχωρεμένος να είναι.(Η γυναίκα ζει και βασιλεύει, τώρα το Μάη πέρασε την εκατοστάρα)Τις νύχτες του Απριλίου, έρχονταν από το Μπουγάζι και τον Δρουγάνο, ο ήχος της μελωδίας της φλογέρας του μπάρμπα Κυριάκου. Μια μαγική μελωδία που σε ονειροπολούσε.Εμείς οι μικροί όταν την ακούγαμε πεταγόμασταν έξω, αφού φρυκαζόμασταν μερικά λεπτά, ύστερα ξαπλώναμε στην πρασινάδα, εκεί στο περιβόλι του σπιτιού και ακούγαμε σαν μαγεμένοι. Καρφώναμε τα μάτια στο φεγγάρι, ένα μεγάλο στρόγγυλο,με ένα γλυκό κίτρινο χρώμα που σε πετούσε πολύ μακρυά , σε εξωτικά μέρη, περίεργα, φανταστικά και παράξενα.Το φεγγάρι σαν να μας ένιωθε κατέβαινε τόσο χαμηλά, σαν να ήταν πίσω από το βουνό που χτυπούσε την φλογέρα ο μπάρμπα Κυριάκος.Η μελωδία, , το λαμπερό φεγγάρι, μας πήγαιναν ταξείδι σε μυστηριώδης όνειρα.Χτυπούσε η φλογέρα. Εμείς σηκωνόμασταν και τρέχαμε να πιάσουμε τις πυγολαμπίδες. Σαν να χορεύαμε. Η μελωδία της φλογέρας, το φεγγάρι μας δημιουργούσαν έναν παράξενο κόσμο, μια τρελή φαντασία.Του χωριού μου δεν του έχει λείψει το χαμόγελο. Χαμόγελο την άνοιξη, χαμόγελο και τον χειμώνα.Με την αλλαγή των εποχών, άλλαζαν και τα χρώματα, οι ομορφιές, οι ήχοι.Τώρα; Λίγοι άνθρωποι. Σιωπηλοί. Σαν να κουβαλάνε πάνω στους όμως τα χάλια του κόσμου. Ένα βουνό με θλίψη.που και αυτοί μόνοι τους δεν το εξηγούν.Δεν ακούς λαλιά παιδιού το χειμώνα. Μόνο το καλοκαίρι.Το χαμόγελο, η ευτυχία του χωριού κρύβεται και πονηρά, πονηρά φεύγει....απομακραίνετε. Εμείς προσπαθούμε να πιάσουμε ένα μέρος τους, να τις επιστρέψομε πίσω αλλά,.....άδικα. Ναι, ναι ..Να τις επιστρέψομε πίσω.. Σε τούτα ιερά δρομάκια . Στην απλή γωνιά του σπιτιού μας που κάποτε βούιζε. Στην πλατεία του χωριού που θορυβούσαν με τα παιχνίδια τους, οι δύο Φώτηδες. Στην εστία του χωριού που έως τις πρωινές ώρες αχούσε η φυσαρμόνικα του Λάκη..
Είδα μια μέρα μια γριά του χωριού μας. Έβγαλε από την φούτα της μια φωτογραφία. Την κοίταζε με πόνο. ΄Ύστερα την φίλησε. Δάκρυα της κατρακύλησαν από τα μάτια. Βούρκωσαν . Μπορεί να είχε επιθυμήσει το αγγόνι της ή την αγγονιά. Ποιος ξέρει. Όταν με είδε την έκρυψε γρήγορα, σφούγγισε τα μάτια με την φούτα της...
Επιστρέφουμε. Ένα αγροτικό ανηφορίζει για το χωριό. Σταματάει. Είναι ο χωριανός μας , ο Δημήτρης με την σύζυγος του. Ξεπονάμε. Θα καθίσει μερικές μέρες να τακτοποιήσει μερικά πράγματα στο σπίτι. Πέρυσι το σήκωσε ολοκαίνουργιο. Τα χελιδόνια δεν ξεχνούν ποτές την παλιά φωλιά τους. ....Το χωριό μένει πίσω , στις πρόποδες των τριών βουνών. Σαν ένα μεγάλο φρούριο.Χαμογελάει μέσα σε μια αφάνταστη πρασινάδα. Μοιάζει με ένα στεφάνι βασιλικό. Ατό το μαγικό χρώμα, το κίτρινο, των σπαρτών , το γαλάζιο του φασκόμηλου. Και ο ήλιος λαμποκοπεί περπατώντας πάνω στα έντονα χρώματα του παράδεισου αυτού.Σαν το άρωμα των νιφάδων , το άρωμα των λουλουδιών και του φασκόμηλου. Μια φανταστική ζωγραφιά. Ένα χαμόγελο ωραίο μας χαρίζει το χωριό ... Ναι, ναι...ένα θλιμμένο χαμόγελο.

η εικόνα προφίλ του Panajot Boli
του Panajot Boli

Ακολουθεί στην αλβανική γλώσσα

BUZEQESHJA E TRISHTUAR E FSHATIT TIM
-Përjetime-
NGA PANAJOT BOLI
Dje ishte e shtunë. Vendosëm të shkojmë në fshat. Barërat në varrezat ishin rritur shumë. Ato janë pasqyra e fshatit, kultura e tij. Atje prehen të shtrenjtet tanë. Ne , të ‘’jashtmit’’ bemë një zile të ‘’brendshmeve’’ Jo se jemi larg. Jo se s’vemi një herë në javë. Gati dyzet minuta është.Një zë dhe pa telefon degjojnë. Ja Bistrica, ja Velahova.Jemi si Pelëegrinët. Vemi te vendi i shenjtë. Se për ne, vendi i shenjtë eshtë.Se diellin për herë të parë atje e kemi parë. Aromën e luleve dhe ngjyren e tyre ,aty e nuhatem dhe e kundruam.Tek ai vendi erdhi Piter Pani dhe na çoi fluturim në vende me te mistershme e me interesante të botës.Dhe ndertuam aq endrra të bukura, aq endrra të marra.Nën zhurmën monotone të motokorrësve, seicili pa dashje futet në meditime. Disa pastrojnë mermerin dhe kuvendojnë me te dashurit e tyre, qe kanë shumë kohë pa i parë.Na mungon një motorkorrëse. Mungon ajo e Jorgos.Mungon Jorgoja duararti, motorri i grupit.Tani i pastrojmë mermerin. Padashur një pikë loti ..mbi mermer. Pastaj një tjetër..’’Vitin tjetër do të dal në pension , djema. Do të jem përditë me xhipin tim në fshat. E kam endërruar këtë ditë. Dua të ngopem me fshatin tim. Do t’i shtoj bletët .Është vend ideal për to. Fshati ynë është fantastik. E shikoni? Buzeqesh.’’Po Jorgoja iku. Iu pre endrra. Buzeqeshjes se fshatit iu shtua një hije trishtimi. Buzëqeshja iu zbeh.Se s’kish shtëpi në fshat ku Jorgoja s’ kish venë dorën e tij të artë, në kangjellat e bukura, në veranda, ne çati, në orenditë elektroshtepiake, I kudondodhuri xhipi i Jorgos. Në halle e gëuime.Çdo lloj pune në fshat, i pari gjoksi i Jorgos.Iu fik buzëqeshja. Një tis trishtimi në buzëqeshjen e fshatit.
Në këtë moment dikush qe do të ngre moralin, na shkeput nga meditimi, se edhe puna ka mbaruar.Një çantë e vendosur mbi mermerin e varrit të gjyshit, bie. Panajot Progonati ishte burrë me nam.Trim, punëtor, i vallës , i këngës, i muhabetit. Me opingë e pinte rakinë.E ngrenë çantën. Kontrollojnë shishen e benzinës. Mos u derdh.
--I shkreti gjysh-thotë Kiçoja- pandehu se ishte raki.
Qeshëm.Një e qeshur me sembime dhimbje në shpirt.Tutje fshati shkelqen mes gjelberimit. Këndon thellëza.Fshati i thellëzave është fshati im.Zgjoheshim kur ishim të vegjel, me këngën e tyre. Aroma e sherbelit të mbush shpirtin, të zgjon kujtimet nostalgjike.
-Do pimë kafe e raki te shtëpia ime-thotë Thomai
Jo –thotë Gligori-te shtëpia ime, jemi me afër.
-Po unë jam kryeplaku i fshatit dhe urdhëroj....
Qeshim. Rrugët janë gati të shkreta.Rrallë takojmë ndonjë bashkëfshatar.Na shikojnë në sy me mall.Buzëqeshin. Një buzëqeshje qe ka brenda një lloj pikëllimi.Pershendesim edhe ndonjë qe s’njohim.Kanë kopetë mbi fshat.Na shikojnë me keqardhij. ‘’Se është faji ynë’’-sikur na thonë.
Ndonjerë grupi ynë i thotë Miçit , të marrë fyellin me vete.Atje në shtepinë e Leksit, (se ai vjen shpesh nga Athina) pijmë kafe, raki dhe soditim qe atje lart pamjen e Vurgut. Se fshati im është ballkoni i Vurgut. Pastaj Miçi i bie fyellit. Një melodi mallëngjyese. Siç i binte bariu i talentuar,i fshatit tonë xha Qirjako, ndjestë pastë.(Gruaja e tij rron dhe i kaperceu në maj, te njeqindat). Netëve të Prillit, vinte nga Bogazi dhe Pllaja e Druganos, melodia e fyellit të xha Qirjakos. Një melodi magjepse.Ne të vegjelit shtriheshim mbi barin e gjelbert dhe degjonim. Sytë ia ngulnim henës fytyrëplotë, qe na dukej sikur afrohej shumë sa ishte prapa malit ku i binte fyellit bariu i fshatit. Melodia, hena e shdrithme na futnin në endërrime të mistershme.Fyelli binte. Ne ngriheshim të kapnim xixëllonja. Si me valle.Jehona e melodisë në këto net me henë e xixellonja , na çon te në një botë të çuditshme, magjike, në një fantazi të çmendur. Fshatit tim s’ ishte shqitur buzeqershja. Buzëqeshje , dimër e verë.Me nderrimin e stineve nderronte edhe ngjyrat, bukuritë, meloditë. Po tani? Pak njerez. Të heshtur. Sikur kanë mbi supe një nal me brenga. Sikur mbartin një trishtim qe s’e shpjegojnë dot. S’ke zë femije në dimër. Vetëm në behar. Buzëqeshja, lumturia e fshatit tim iken fhshurazi...largohet..Ne mundohemi ta kapim, të rikthejmë një copëz prapa,.. Tek këto rrugica të shtrenjta. Tek vatra e thjeshtë e shtepisë qe gumezhinte...Se pashë një ditë një plakë . Kishte nxjerrë fotografinë e nipit. E puthte. Lotonte.Kur më pa, e fshehu, fshiu sytë me futën e zezë. 
...Tek po ktheheshim, një ‘’agrotiko’’ ndalon në parakalim. Ishte Dhimitri me gruan e tij. Do të rrinë ca ditë në fshat Po kompletojnë shtepinë. Vitin e kaluar e rregulluan...Dallendyshet nuk harrojnë folenë e tyre të vjetër.... Fshati ngelet prapa. Ngjan si një keshtjellë e rrethuar nga tre male.. Shkelqen mes gjelberimit me llojshmeri ngjyrash. Ngjan me një kurorë brilante.me diamante qe shkelqejnë në diell. Kundërmon nga aroma e luleve dhe sidomos e sherbelit. Një pikturë fantastike. Një buzëqeshje të dhuron.. Po, po një buzëqeshje e trishtuar....


Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.


Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.

Φωτογραφία του Panajot Boli.


Φωτογραφία του Βελιάχοβο Βόρειος Ήπειρος.

Επιμέλεια: Αλέξανδρος Γκίνος

Διαβάστε επίσης...

  ΒΕΛΙΑΧΟΒΟ - Η  Ιιστορία μέσα στο χρόνο.



ΒΕΛΙΑΧΟΒΟ: ΒΟΥΝΑ – ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: