23 Ιουλίου 2012

Ρ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ράβδα (η): μεγάλη βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές
ραγοβύζ' (το): πιπίλα
ρακοκάζανο (το): αποστακτήρας τσίπουρου
ρακοκανάτας (ο): αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο
ράμα (το): σκοινί που χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι για τη χάραξη ευθείας
ραμαντάν’ς (ο): ασουλούπωτος άνθρωπος
ραμί (το): παιχνίδι με τράπουλα
ρεβά ή ριβά (επίρ.): πλαγιαστά, λοξά
ρέβου (ρ.): αδυνατίζω
ρεκάζου (ρ.): κλαίω σπαράζοντας
ρεκομανάου (ρ.): κλαίω δυνατά και ασταμάτητα
ρεμπελιάζου (ρ.): τεμπελιάζω
ρεμπεσκές (ο): απεριποίητος, ακατάστατος
ρεντζούλ’ (το): κουρέλι
ρ'ζαύτ' (το): κρόταφος
ριζίλ’ (το): γελοιοποίηση
ριζό (το): πρόποδες του βουνού
ριμ-ντιμ (): εδώ κι εκεί
ριμπάπ’ (το): ξυλοκόπημα
ρ'μάδ' (το): ερείπιο, χάλασμα
ρογγίζου (ρ.): κόβω δέντρα του δάσους για να δημιουργήσω χωράφια
ρογκάτσ’κο (το): αρσενικό ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ο ευνουχισμός
ρόκα (η): καρπός καλαμποκιάς, διχαλωτό ξύλο για το γνέσιμο του μαλλιού
ροκιά (η): το φυτό της καλαμποκιάς
ροκόφ’λλο (το): ένα από τα φύλλα που καλύπτουν τον καρπό της καλαμποκιάς
ρουμπουέλατο (το): κουκουνάρι του έλατου
ρουπακιά (η): περιοχή με χαμηλά πουρνάρια
ρουπώνου (ρ.): χορταίνω
ρούσος (ο): ξανθός
ρουχνάου (ρ.): ροχαλίζω

Δεν υπάρχουν σχόλια: