23 Ιουλίου 2012

Κ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


κ’λούρα (η): καλαμποκίσιο ψωμί
κ’ρούνα (η): κουρούνα, κακή γυναίκα
κ’τάβ’(το): νεογέννητο σκυλί, κουτοπόνηρος άνθρωπος
κ’τσιαύτη (η): κατσίκα με μικρά αυτιά
κ’τσιούμπ’ (το): τμήμα χοντρού κορμού δέντρου
κ’τσιούρα (η): τμήμα του δέντρου κοντά στη ρίζα που βρίσκεται μέσα στο χώμα
κ’τσό (το): παιδικό παιχνίδι στο οποίο το παιδί στηρίζεται στο ένα πόδι και μετακινείται πηδώντας ανάμεσα σε τετράγωνα ή πλακάκια δαπέδου
κ’τσός (επίθ.): κουτσός
κάβ’ρας (ο): κάβουρας
καβαλ’κεύου (ρ.): μπαίνω καβάλα
καβαλάρ’ς (ο): οριζόντιο κεντρικό δοκάρι στην κορυφή της στέγης, που ενώνονται τα μικρότερα πλαϊνά μαδέρια της στέγης
καβούκ’ (το): όστρακο, κουκουνάρι καλαμποκιάς
καγκελάρ’ (το): χορός με πολλούς κύκλους
καζίκ' (το): πάθημα
καζμάς (ο): είδος σκαπάνης με μακριά και ατσάλινη μύτη
καθάριο (επίθ.): σταρένιο ψωμί
κακαράντζα (η): κόπρανα αιγοπροβάτων
κακκάβ’ (το): μεγάλη κατσαρόλα
κακομούτσουνος (επίθ.): αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο
καλ’βώνου (ρ.): πεταλώνω τα άλογα
καλάι (το): κασσίτερος με τον οποίον «γανώνουν» τα χάλκινα σκεύη
καλέμ’ (το): κοπίδι με το οποίο γίνεται το πελέκημα των μαρμάρων και των λίθων
καλέσια (η): πρόβατο με γαϊτανάκια στο πρόσωπο, άσπρη μύτη και μαύρα χείλη
καλοπίχειρος (ο): εύκολος
καλοσκερνάω (ρ.): δοκιμάζω
καλούδια (τα): δώρα που δίνουν στα παιδιά
καμπλάφ' (το): καπέλο του ιερέα
κάναλ’ (η): μακρύ ξύλο πελεκημένο ώστε να δημιουργηθεί αυλάκι για να κυλάει το νερό
κανούτα (η): κατσίκα που έχει σταχτοκίτρινο τρίχωμα
καντήλα (η): σπυρί
καπίστρ’ (το): χαλινάρι
καπούλια (τα): πισινά των αλόγων
καπτσιάρ’ (το): αυτό που ακολουθεί συνέχεια κάποιον
καρ’κώνου (ρ.): δένω σφιχτά
κάρ’νο (το): κάρβουνο
καραβίσιος (ο): μεγάλος, ακριβός
καραμελωτή (η): υφαντό στον αργαλειό με ρίγες
κάργα (επίρ.): πολύ γεμάτο, πολύ γερά
κάργας (ο): ζόρικος
καρδελάγκος (ο): λάρυγγας
καρέλ’ (το): μικρός τροχός αυλακωτός για διάφορες χρήσεις
καρές (ο): κόμμωση
καρκαλέτσ’ (το): παιδική ασθένεια με πολύ βήχα, κοκίτης
καρλάφτα (η): κατσίκα ή πρόβατο με μεγάλα κρεμασμένα αυτιά
κασάρ’ (το): κοπτικό εργαλείο για τα βάτα
κασέλα (η): ξύλινο μπαούλο
κασκαρίκα (η): φάρσα
καστραβέτσ' (το): αγγούρι
καταεί (επίρ.): κάτω στη γη
κατακεφαλιά (η): δυνατό χαστούκι
καταντίπ (επίρ): καθόλου
καταψιά (η): κατάποση
κατιβασιά (η): απότομη αύξηση νερού χειμάρρου λόγω δυνατής βροχής
κατ'ράου (ρ.): κατουρώ
κατρήθρα (η): ουροδόχος κύστη
κατσιά (η): καθισιά, το φαγητό που τρώει κάποιος σε ένα γεύμα
κατσιούλα (η): κουκούλα της κάπας
καφοκούτ’ (το): κουτί του καφέ
καψαλή (η): όνομα κατσίκας με καστανόμαυρο μαλλί
κεντρώνου (ρ.): μπολιάζω καρποφόρο δέντρο με «μάτι»
κιαπέ (επίρ.): κι ύστερα;
κίκαρ' (η): κούπα
κιντυνεμένος (επίθ.): ετοιμοθάνατος
κλιτσ'νάρ' (το): κνήμη
κλώστρα (η): πηχτό κίτρινο γάλα που αρμέγεται μόλις γεννήσει η κατσίκα
κόθρος (ο): κόρα του ψωμιού
κοκκορόχιονο (το): στρογγυλοί μικροί κόκκοι χιονιού σαν χαλάζι
κοκόσια (η): καρύδι
κοκοτσέλ’ (το): μικρός κόκορας
κολλ’τσίδα (η): αγριόχορτο που κολάει στα ρούχα, φορτικός άνθρωπος
κολοκαθ’σιά (η): φιγούρα χορευτή σε θέση ημικαθίσματος
κομματσιούλ’ (το): μικρό κομμάτι ψωμιού
κόνξα (η): νάζι
κοντογούν’ (το): ημίπαλτο
κοντρί (το): μεγάλος βράχος
κοπά (επίρ.): ίσια, χωρίς στροφές
κόπανος (ο): ξύλο με το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα χοντρά ρούχα στο ποτάμι για να φύγει η βρωμιά
κοπρίτ’ς (ο): ράτσα σκύλου, τεμπέλης άνθρωπος
κόπ'τσα (η): μικρή πόρπη
κορ’φνό (το): αυτό που είναι στην κορυφή
κοργιά (η): κόρα του ψωμιού
κορφάδα (η): κορυφή, το τρυφερό μέρος του βλαστού
κορφή (η): υπόξινο γάλα που η πήξη του αρχίζει από την κορυφή, την επιφάνεια του δοχείου
κόρφος (ο): στήθος του ανθρώπου
κόσα (η): πλεξίδα των μαλλιών
κοσιά (η): μεγάλο δρεπάνι
κοσσεύω (ρ.): τρέχω
κοτάω (ρ.): τολμάω
κοτσιανάτος (επίθ.): δυνατός, γερός καλοστεκούμενος
κουδαρίτ’κα (τα): συνθηματική γλώσσα των κτιστών
κουκόσια (η): καρύδι
κουκουμέλα (η): μανιτάρι
κουλουκ’ρεύου ή κουλουκ’ρίζου (ρ.): κουρεύω τα πρόβατα γύρω από τα πόδια και την κοιλιά
κουλουφουτιά (η): πυγολαμπίδα
κουμπουδιάζου (ρ.): δένω κόμπο
κουνάκ' (το): μικρό φίδι που δεν βλέπει καλά
κουρελού (η): υφαντό φτιαγμένο από λωρίδες κουρελιών
κουρέλω (η): όνομα κατσίκας με δύο γλωσσίδια (τριχωτά κρεατάκια) στο λαιμό
κουρίτα (η): κορμός δέντρου σκαμμένος για να πίνουν τα ζώα νερό
κουρκουκέφαλο (το): κορυφή του κεφαλιού
κουρκούτ’ (η): χυλός με αλεύρι και νερό
κούρνια (η): κοτέτσι
κουροψάλ’δο (το): μεγάλο ψαλίδι για το κούρεμα αιγοπροβάτων
κουρτσέλ’ (το): κορμός δέντρου σκαμμένος για την τοποθέτηση ζωοτροφής
κουσή (η): τρεχάλα
κουσιά (η): κοπτικό εργαλείο για το τριφύλλι
κουσιεύου (ρ): τρέχω γρήγορα
κουτράου (ρ.): χτυπάω με το κεφάλι
κούτσ’κου (το): μικρό παιδί
κουτσαγκέλα (η): τεθλασμένη γραμμή, κόλπο, βρομοδουλειά
κουτσιαβέλ’ (το): μικρό παιδί
κουτσιουμπλή (η): μύτη κοντή, πλατιά και άσχημη
κουτσοκέρα (η): κατσίκα με σπασμένο κέρατο
κόφτρα (η): μεγάλο πριόνι για το κόψιμο κορμών, σημείο εκτροπής του νερού
κραμποκούκ’ (το): μικρή κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι
κρεβάτα (η): μπαλκόνι, εξώστης
κρεμαστάλω (η): σιδερένια χοντρή αλυσίδα από την οποία κρέμεται η κατσαρόλα στο τζάκι
κρεματζλιέμαι (ρ.): κρεμιέμαι
κρένω (ρ.): μιλάω
κριγιάς (το): κρέας
κρικέλα (η): σιδερένιος κρίκος που καταλήγει σε μεγάλο καρφί
κρινί (το): κυψέλη
κριτσιανάου (ρ.): τρώω με πάρα πολύ θόρυβο
κριτσιανοβολάει (ρ.): αστράφτει και βροντάει
κριτσούκ’ (το): αδιαπέραστο δάσος
κρυότ’ (το): δροσερός καιρός
κυργιαρίνα (η): είδος πουλιού, τσίχλα

Δεν υπάρχουν σχόλια: