23 Ιουλίου 2012

Ο - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


οϊδίζου (ρ.): μοιάζω
ολοσούσουμος (επίθ.): με όλο του το σώμα, ολόκληρος
όμπυο (το): πύο
οντάς (ο): το επίσημο δωμάτιο
όξου (επίρ.): έξω
οργιά (η): μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια
όρνιο (το): μεγάλο αρπακτικό πουλί, κουτός άνθρωπος
όρσε (επιφ.): ορίστε, πάρε
ουδεκεί (επίρ.): κοντά, δίπλα
ούι, ούι (επιφ.): αχ, οχ
ούλος (επίθ.): όλος
ουρμηνεύου (ρ.): συμβουλεύω
ουρμήνια (η): συμβουλή
ουρσίδα (η): νεροφάγωμα εδάφους από ραγδαία βροχή
όχτος (ο): τοίχος στο κάτω μέρος των χωραφιών

Δεν υπάρχουν σχόλια: